ρήμα

ρήμα
Μέρος του λόγου που στην παραδοσιακή γραμματική δηλώνει ενέργεια, πάθος ή κατάσταση. Στις γλώσσες όπου υπάρχει (σύμφωνα με τη διάκριση που έκανε ο Αριστοτέλης) καθορίζεται ως μέρος του λόγου, που έρχεται σε αντίθεση προς το όνομα και έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία ποικίλλουν από γλώσσα σε γλώσσα. Γενικά στις αρειοευρωπαϊκές γλώσσες μπορούμε να πούμε ότι η έννοια του ρ. είναι προσανατολισμένη προς τις κατηγορίες του χρόνου και του προσώπου. Στην ελληνική και στις σλαβικές γλώσσες οι ρηματικές καταλήξεις, εκτός από τις παραπάνω κατηγορίες, δηλώνουν και το ποιόν ενέργειας. Σε πολλές γλώσσες οι ρηματικές καταλήξεις δηλώνουν ακόμα και τον τρόπο που δρα το υποκείμενο (οριστική, υποτακτική, προστακτική, στις οποίες, σύμφωνα με την παράδοση, προστίθενται και οι ονοματικοί τύποι του ρ.: η μετοχή και το απαρέμφατο). Τέλος, σε διάφορες γλώσσες, διακρίνεται μια ενεργητική διάθεση από μια μέση ή απρόσωπη ή αντανακλαστική και από μια παθητική.
* * *
το / ῥῆμα, ΝΜΑ
1. αυτό που έχει λεχθεί, ο λόγος (α. «ρήματα τής καυχήσεως τού Αιμιλιανού Μονάῃ», Καβάφ. β. «τὰ δέκα ῥήματα» — ο δεκάλογος, ΠΔ)
2. γραμμ. κλιτό μέρος του λόγου, που δείχνει ότι το υποκείμενο ενεργεί, παθαίνει ή βρίσκεται σε μια κατάσταση
αρχ.
1. φράση, σε αντιδιαστολή προς τη μεμονωμένη λέξη, δηλαδή προς το όνομα
2. στίχος
3. (στην ΠΔ και ΚΔ) το θέμα τής διήγησης
4. παροιμ. φρ. «ῥήματα ἀντ' ἀλφίτων» — λεγόταν όταν δινόταν σε κάποιον όχι εκείνο που είχε ανάγκη, αλλά κάτι άλλο, άσχετο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα Fερε- (πρβλ. (Fερέω, - < *Fερέσω, μέλλ. τού λέγω) με μηδενισμένο το πρώτο και εκτεταμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. εἴρηκα, εἴρημαι) + κατάλ. -μα (βλ. και λ. εἴρω (ΙΙ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ῥῆμα — that which is said neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρήμα — το, ατος αρχικά: ό,τι ειπώθηκε, το ειπωμένο· (γραμμ.) μέρος του λόγου που φανερώνει ότι ένα υποκείμενο ενεργεί ή πάσχει ή βρίσκεται σε κάποια κατάσταση (τρώ(γ)ω, λύνομαι, κοιμούμαι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥῆμ' — ῥῆμα , ῥῆμα that which is said neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • επίρρημα — Άκλιτο μέρος του λόγου, το οποίο τοποθετείται δίπλα σε ένα ρήμα, επίθετο, ουσιαστικό ή ένα άλλο ε. τροποποιώντας την έννοιά τους (π.χ. βαδίζω αργά, πολύ ωραίος, η κάτω συνοικία, κάπως καλύτερα). Πρόκειται για σύνθετη λέξη, από την πρόθεση επί και …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ρηματικός — ή, ό / ῥηματικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῆμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήμα 2. αυτός που παράγεται από ρήμα («ρηματικό επίθετο») νεοελλ. (και ως διπλωματικός όρος) αυτός που διατυπώνεται προφορικά, σε αντιδιαστολή με τον γραπτό («ρηματική… …   Dictionary of Greek

  • ΠΡΟΛΟΓΟΣ —         Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Liste griechischer Phrasen/Rho — Rho Inhaltsverzeichnis 1 Ῥαδαμάνθους ὅρκος 2 Ῥαμνούσιος εἶ …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”